πευκάλιμος

πευκάλιμος
πευκάλιμος, πευκεδανός
See also: s. πεύκη.
Page in Frisk: 2,523

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πευκάλιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκάλιμος — η, ον, Α εμβριθής, οξύς, έξυπνος («φρεσὶ πευκαλίμῃσιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα άλιμος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. εἰδάλιμος. εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • πευκαλίμαις — πευκάλιμος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμη — πευκάλιμος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμοις — πευκάλιμος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμοισιν — πευκάλιμος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμῃς — πευκάλιμος fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμῃσι — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμῃσιν — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκάλιμαι — πευκάλιμος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”